Το πιο ισχυρό επιχείρημα της βραχυχρόνιας μίσθωσης, δηλαδή τα έσοδα που δημιουργούν τα Airbnb για τα κρατικά ταμεία, φαίνεται ότι χρησιμοποιεί το λόμπυ των ξενοδόχων εναντίον του ίδιου του κλάδου. Πώς; Πείθοντας το οικονομικό επιτελείο να επιβάλει ένα αβάσταχτο οικονομικό βάρος εναντίον των εταιρειών διαχείρισης ακινήτων βραχυχρόνιας μίσθωσης: τέλος επιτηδεύματος ανά κατάλυμα.
Θεωρώντας κάθε κατάλυμα που έχει στο χαρτοφυλάκιό της μια εταιρεία διαχείρισης ως υποκατάστημά της, το Υπουργείο Οικονομικών επιβάλει πρόσθετο τέλος επιτηδεύματος 600 ευρώ ετησίως για κάθε ακίνητο (εκτός όσων βρίσκονται στο ίδιο κτίριο). Και μπορεί αυτό το ποσό να είναι διαχειρίσιμο για τα σπίτια που νοικιάζονται με υψηλή τιμή ανά διανυκτέρευση, όμως είναι υπέρογκο για όσα έχουν χαμηλή ή ακόμα και μεσαία τιμή.
Ίσως οι ιδιώτες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της βραχυχρόνιας μίσθωσης να θεωρήσουν ότι αυτό το μέτρο είναι κάτι που δεν τους αγγίζει, αφού οι ίδιοι δεν πληρώνουν τέλος επιτηδεύματος. Αν όμως κάνουν ένα βήμα πίσω και δουν τη «μεγάλη εικόνα», θα συνειδητοποιήσουν τη συντονισμένη προσπάθεια για εξόντωση του κλάδου. Και σίγουρα αυτή η προσπάθεια δεν θα σταματήσει εδώ. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την έλλειψη προσιτής στέγης για τους μόνιμους κατοίκους (απευθυνόμενοι στο λαϊκό αίσθημα) και τον «αθέμιτο ανταγωνισμό από καταλύματα που λειτουργούν χωρίς προδιαγραφές» (απευθυνόμενοι στο αίσθημα επιχειρηματικής ηθικής), επιδιώκεται η επί του πρακτέου κατάργηση της βραχυχρόνιας μίσθωσης ενός ακινήτου.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οι λειτουργικές προδιαγραφές των ακινήτων στα οποία μένουν επισκέπτες είναι απαραίτητες. Η συνεισφορά των τουριστών στα έξοδα που αφορούν τη χρήση των υποδομών ενός προορισμού, ανεξάρτητα από το είδος διαμονής που επιλέγουν, είναι επίσης απαραίτητη. Η φορολόγηση των εσόδων μιας επιχείρησης -με ισονομία- είναι αυτονόητη. Δεν νοείται όμως να αποφασίζονται και να επιβάλλονται αν μια νυκτί μέτρα και ρυθμίσεις οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί με τον ίδιο τον κλάδο και οδηγούν στον αφανισμό του.
Τώρα είναι η κρίσιμη ώρα που η φωνή του κλάδου πρέπει να ακουστεί. Τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την κοινωνία. Τώρα είναι η ώρα της ενίσχυσης των συλλογικών φορέων.