Η τέχνη του βοτσαλωτού, βαθιά ριζωμένη στην παράδοση και την αισθητική των Δωδεκανήσων, έγινε στα χέρια της Δημοτικής Αρχής ένα κακοφτιαγμένο ανέκδοτο. Ό,τι άλλοτε ήταν σύμβολο μεράκι και δεξιοτεχνίας, μετατράπηκε σήμερα σε πρόχειρη απομίμηση που δεν θυμίζει ούτε ιστορία, ούτε πολιτισμό – παρά μόνο προχειρότητα.
Εκεί όπου κάποιοι φιλοδοξούν να “αναδείξουν” τη Ρόδο, τοποθετήθηκαν κάτι βοτσαλωτά-καρικατούρες. Ελάφια που μοιάζουν με παραμορφωμένες κατσίκες, γοργόνες που τρομάζουν αντί να μαγεύουν, δελφίνια που πνίγονται στη μετριότητα.
Δεν είναι απλώς θέμα αισθητικής. Είναι προσβολή στην ταυτότητα αυτού του τόπου. Μια Δημοτική Αρχή που δεν ξέρει ούτε να τιμήσει, ούτε να προστατεύσει την πολιτιστική κληρονομιά, δεν έχει κανένα ηθικό έρεισμα να μιλά για “ανάπλαση” και “τουριστική ανάδειξη”.
Όταν η τέχνη γίνεται κακοτεχνία, αυτό δεν λέγεται έργο. Λέγεται ντροπή. Και την υπογράφει, με κάθε βοτσαλάκι, η ανικανότητα.
Εύλογα γεννάται το ερώτημα: Ποιος παρέλαβε αυτά τα «έργα»; Ποιος υπέγραψε; Ποιος πληρώθηκε – και πόσο – για αυτές τις απομιμήσεις κακογουστιάς; Ποιο ακριβώς ήταν το πολιτιστικό ή καλλιτεχνικό κριτήριο που επέτρεψε αυτό το μνημείο ασχήμιας να καταλήξει σε δημόσιο χώρο;
Ο Δήμος Ρόδου φέρει ακέραια την ευθύνη για αυτή τη βάναυση υποβάθμιση της τοπικής ταυτότητας. Και σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία, η διασπάθιση πολιτιστικού κεφαλαίου – όπως και η ενδεχόμενη διασπάθιση δημόσιου χρήματος – έχει συνέπειες.