«Νομίζω ότι το σημερινό βράδυ που περνάμε, θα περάσουμε πάρα πολύ ωραία! Γιατί είναι πραγματικά ένα πρόγραμμα που το φτιάξαμε με πάρα πολλή αγάπη! Ελπίζω να περάσετε ένα ωραίο βράδυ, όχι ΜΟΝΟ εσείς αλλά κι ΕΜΕΙΣ. Πολύ ωραίο βράδυ. Για πάμε παιδιά».
Μαθήματα ζωής με αφορμή και τα γεγονότα με την σπουδαία Μαρινέλλα. Μια γυναίκα που ένωσε γενιές, ηλικίες, την αφήγηση της χώρας που πάντα εκφραζόταν μέσα από το τραγούδι.
Όλες οι ευχές μαζί της ώστε να της δοθεί το αθάνατο νερό που τραγουδούσε το 1969.
Μέχρι και χθες βράδυ δεν είχε χαθεί το φεγγάρι από την τελευταία Πανσέληνο του καλαμποκιού και είχε αρχίσει να έχει πάλι ζέστη καλοκαιριού με λίγο να δροσίζει το βράδυ και να σκοτεινιάζει όλο και πιο νωρίς.
Μπροστά σε 5.500 κόσμο, στο ονειρικότερο σημείο της χώρας, κάτω από την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, την Πνύκα, το Ερέχθειο, εκεί που ασημίζουν οι πέτρες στα πλακόστρωτα του Πικιώνη, στην αγκαλιά Θεών και ανθρώπων.
Με τις τελευταίες της κουβέντες πριν καταρρεύσει να έχουν μέσα την αγάπη (“Θεέ μου μας έμαθες εσύ να αγαπάμε”).
Με εμφανή αδιαθεσία, όπως μαθαίνουμε, πριν εμφανιστεί που δεν υπήρχε περίπτωση να της στερήσει την επαφή με τον κόσμο που ο επαγγελματισμός, η αγάπη για τελειότητα, η αγάπη για το τραγούδι σχεδόν 70 χρόνια δεν γνώριζε από κούραση, από ηλικία, δυνατότητες και αδυναμίες στα 86 της.
Είναι ένας ευλογημένος άνθρωπος γιατί πριν την μάχη που δίνει από χθες, ήταν όρθια και παραμένει σε επαφή, χωρίς διασωλήνωση, με φωνή που αντέχει χωρίς μικρόφωνο και ένα Ηρώδειο να ακούει χωρίς έναν ψίθυρο, με ένα κοινό που την αποθεώνει ακόμη και για τα δύο τραγούδια που πρόλαβε να πει και σέβεται όταν καταλαβαίνει και αποχωρεί.
Με μουσικούς, ιατρούς, τους ανθρώπους της να φτιάχνουν έναν κύκλο γύρω της από σεβασμό για την πιο προσωπική στιγμή όπως ένα θέμα υγείας, με εξαίρεση την αναπαραγωγή της στιγμής αυτής και επιλογή πολλών να μην την μεταδώσουν.
Με άθλιους Ελληναράδες σε εμετικά σχόλια να σχολιάζουν αρνητικά τι ήθελε και τραγουδούσε σε τέτοια ηλικία.
Γιατι αυτό ήταν και είναι η ζωή της, γιατί αυτό είναι η ίδια, γιατί έτσι ξόρκιζε τον φόβο του θανάτου, την αγωνία του γήρατος ή μιας ασθένειας, ηλίθιοι υπάνθρωποι. Γιατί σ αυτή τη ζωή και όποια άλλη, δεν νοείται νόημα ύπαρξης χωρίς αυτοπροσδιορισμό.
Με μια καριέρα, καταξίωση, αποδοχή, επιλογές που διαχειρίστηκε όσο ίσως κανείς καλλιτέχνης έτσι ώστε να είναι ο αρχηγός της ζωής και της καριέρας της, να εμφανίζεται όπου, όπως, όσο, με όποιον εκείνη επέλεγε επιλεκτικά, να αποσύρεται και να επανεμφανίζεται σαν να μην πέρασε μια μέρα με τραγούδια που δεν υπάρχει περίπτωση να μην μας θυμίζουν κάτι. Μια κασέτα από τις μεγάλες του αυτοκινήτου, έναν σταθμό ραδιοφώνου, την ΓΙΟΥΡΟΒΙΖΙΟΝ το 70κάτι, τις ελληνικές ταινίες με την Βλαχοπούλου και όποιον άλλον που όταν εμφανιστεί δυναμώνουμε την τηλεόραση, το αξεπέραστο ΡΕΣΙΤΑΛ με τον Κώστα Χατζή, την κοκεταρία που δεν καταδεχόταν να φανεί ατιμέλητη, άβαφη, αφρόντιστη ποτέ, με την αυστηρότητα και την ματαιοδοξία που έχει κάθε λόγο να κουβαλά, με την είδηση ότι έδιωξε τον Μάστορα που θα εμφανιζόταν χθες γιατί στις πρόβες ήταν ασυνεπής και δεν το επέτρεψε.
Ακόμη και με την ανακοίνωση ότι τα χρήματα της χθεσινής συναυλίας θα επιστραφούν.
Μόνη ευχή, να ζήσει όρθια, όπως θα ήθελε η ίδια και σε λίγο καιρό να επιστρέψει στην πρώτη θέση του Ηρωδείου με όλους τους εν ζωή τραγουδιστές και συνθέτες να ερμηνεύουν τραγούδια της σε ένα βράδυ αφιερωμένο στην ίδια, με όσα η ίδια τραγούδησε επτά δεκαετίες. Θα έχει πάλι Πανσέληνο με ένα φεγγάρι γεμάτο ή που θα γεμίζει και θα αδειάζει αλλά ακόμη φωτεινό και τους Θεούς και τους Ανθρώπους να συνομιλούν.